- γαργαρεών
- γαργαρεών, ο (AM)η επιγλωττίδα, η σταφυλή τής υπερώαςαρχ.η τραχεία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαργαρεών — uvula masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνα — γαργαρεών uvula masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνας — γαργαρεών uvula masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνες — γαργαρεών uvula masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνι — γαργαρεών uvula masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνος — γαργαρεών uvula masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶσιν — γαργαρεών uvula masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεώνων — γαργαρεών uvula masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γαργαλίδα — η και γαργαλίδι, το 1. οποιοδήποτε εξόγκωμα τού σώματος 2. η αμυγδαλή τού λαιμού 3. η σκανδάλη τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. γαργαλίδα < γαργαλήθρα ή < γαργαλιώνας, άλλος τ. τού γαργαριώνας < αρχ. γαργαρεών* γαργαλίδι < γαργάλι ή <… … Dictionary of Greek